κορδελιάζω

κορδελιάζω
κορδέλιασα, κορδελιάστηκα, κορδελιασμένος
1. στο άκρο υφάσματος ή δέρματος ράβω κορδέλα, ρελιάζω.
2. γαζώνω υποδήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορδελιάζω — [κορδέλα] 1. ράβω στην άκρη υφάσματος ή δέρματος κορδέλα, ρελιάζω 2. γαζώνω υποδήματα, ράβω υποδήματα με τη μηχανή …   Dictionary of Greek

  • ακορδέλιαστος — η, ο [κορδελιάζω] 1. (ένδυμα) που δεν έχει γαρνιριστεί με κορδέλα 2. (παπούτσι) που δεν έχει ραφές 3. (καρπός) που δεν έχει περαστεί σε κορδέλα «ακορδέλιαστα σύκα» 4. εκείνος που δεν έχει μετρηθεί με κορδέλα (δρόμος, έκταση γης, κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • κορδέλα — Λέξη που έχει ποικίλες έννοιες και χρήσεις. Έτσι, μπορεί να σημαίνει ταινία από ύφασμα, δέρμα ή άλλη ύλη· μετρική στενή ταινία από κηρωτό ύφασμα για την καταμέτρηση εκτάσεων, οικοπέδων κ.ά.· πριόνι που χρησιμοποιείται στα μηχανικά πριονιστήρια.… …   Dictionary of Greek

  • κορδέλιασμα — το [κορδελιάζω] 1. ράψιμο κορδέλας, ρελιού στην άκρη υφάσματος ή δέρματος 2. γάζωμα με τη μηχανή τών δερμάτινων τεμαχίων τού υποδήματος …   Dictionary of Greek

  • κορδελιάστρα — η [κορδελιάζω] εργάτρια υποδηματοποιείου που κάνει το καρδέλιασμα τών παπουτσιών, δηλ. που γαζώνει με τη μηχανή τα διάφορα κομμάτια τού δέρματος τα οποία αποτελούν τμήματα τού παπουτσιού …   Dictionary of Greek

  • κορδέλιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κορδελιάζω, γάζωμα με τη μηχανή των δερμάτινων τεμαχίων του υποδήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”